- Σειληνωδης
- ΣειληνώδηςΣειλην-ώδηςион. Σῑληνώδης 2силенообразный
(σχῆμα Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σχῆμα Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σειληνώδης — ῶδες, Α βλ. σιληνώδης … Dictionary of Greek
σιληνώδης — και σειληνώδης, ῶδες, Α [Σ(ε)ιληνός] όμοιος με Σ(ε)ιληνό («τοῡτο οὐ σειληνῶδες [τὸ σχῆμα]», Πλάτ.) … Dictionary of Greek